διαπληκτιζόμενα

διαπληκτιζόμενα
διαπληκτίζομαι
spar
pres part mp neut nom/voc/acc pl
διαπληκτίζομαι
spar
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαπληκτιζομένας — διαπληκτιζομένᾱς , διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem acc pl διαπληκτιζομένᾱς , διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem gen sg (doric aeolic) διαπληκτιζομένᾱς , διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem acc pl διαπληκτιζομένᾱς , διαπληκτίζομαι spar …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”